Πολλές φορές διαπιστώνει κανείς πως όσο και να μεγαλώνει, να αλλάζει, να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται σε σχέσεις, κάποια πράγματα βρίσκονται συνεχώς μπροστά του, σαν να μην μπορεί να τα αποφύγει. Σαν για κάποιο λόγο να ζει μια αναπόφευκτη επανάληψη της ίδιας προβληματικής.

Το πως και ποιόν ερωτευόμαστε, με ποιόν επιλέγουμε να δεσμευτούμε, αν μπορούμε να αφοσιωθούμε, αν επιλέγουμε να δημιουργήσουμε οικογένεια ή όχι, φαίνεται πως έχει άμεση σύνδεση με τον τρόπο που σχετιστήκαμε με τους γονείς μας και πως αυτή η σχέση έχει αποτυπωθεί στην υποσυνείδητη μνήμη μας.

Οι παιδικές υποσυνείδητες εγγραφές ακολουθούν διαδρομές κρυφές και μεταμφιεσμένες έτσι ώστε η συνείδηση να μην μπορεί να τις αντιληφθεί ούτε και να παρέμβει. Αυτή η αποκάλυψη έρχεται πολύ συχνά να εξηγήσει το γιατί κάνουμε επιλογές που για τη συνειδητή λογική είναι παράξενες έως και αντιφατικές.

Στην πραγματικότητα το οικογενειακό περιβάλλον μας επηρεάζει πολύ περισσότερο απ’ όσο υπολογίζουμε και απ’ όσο θα θέλαμε. Μάλιστα, συχνά εμφανίζεται το εξής παράδοξο: όσο περισσότερο προσπαθούμε να αποφύγουμε κάποια πράγματα που από εμπειρία έχουμε απορρίψει, τόσο να βρισκόμαστε να τα ζούμε ξανά και ξανά σε μια επανάληψη σχεδόν αναγκαστική. Αυτό συμβαίνει γιατί η συνήθεια και η εξοικείωση είναι πολύ ισχυρά στοιχεία στον ανθρώπινο νου. Έτσι πολλές φορές, το να σχετίζομαι με έναν χειριστικό, καταθλιπτικό, ναρκισσιστή ή εγωκεντρικό χαρακτήρα θηλυκού ή αρσενικού γένους, συχνά παραπέμπει σε έναν (ή και στους δύο) αντίστοιχο γονιό μου.

Το παιχνίδι του υποσυνειδήτου στήνεται ως έξης: διαλέγω έναν σύντροφο που τα επιφανειακά του χαρακτηριστικά είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα του γονέα που με ταλαιπώρησε και θέλω να αποφύγω. Επομένως δίνω στη συνείδησή μου το άλλοθι ότι ξέφυγα από τον γονιό που με απασχολεί ή με παιδεύει. Δηλαδή, αν ο πατέρας μου ήταν τσιγκούνης και με ταλαιπωρούσε με παράλογες στερήσεις, διαλέγω έναν άντρα ανοιχτοχέρη ή και σπάταλο. Παραβλέπω όμως ότι εκείνος που διάλεξα είναι συναισθηματικά ρηχός και υπέρ απασχολημένος με τα δικά του θέματα. Έτσι βιώνω την έλλειψη επικοινωνίας και τη στέρηση συναισθηματικού πλούτου όπως ακριβώς ένιωθα με τον πατέρα μου αλλά αυτή τη φορά η στέρηση που υφίσταμαι έρχεται με άλλη μορφή.

Εξίσου, αν η μητέρα μου ήταν υπερπροστατευτική και ελεγκτική, διαλέγω μια γυναίκα επιφανειακά πολύ φιλελεύθερη. Αποσιωπώ όμως ότι ζηλεύει υπερβολικά, θέλει να συμμετέχει και να έχει λόγο σε οτιδήποτε κάνω ελέγχοντας κάθε μου κίνηση, όπως έκανε η μητέρα μου περιβάλλοντας με με τα άγχη και τους φόβους της. Αντιθέτως, ερμηνεύω την υπερβολική ζήλια ως ένδειξη αγάπης και ενδιαφέροντος. Βρίσκομαι λοιπόν στην ίδια θέση που με έφερνε η μητέρα μου, να αισθάνομαι εγκλωβισμένος από το ‘ενδιαφέρον’ της γυναίκας που έχω κοντά μου.

Φαίνεται λοιπόν πως όταν κάποια πράγματα επαναλαμβάνονται στις σχέσεις μου, θα πρέπει ανατρέξω στο παρελθόν μου ως παιδί και να ανακαλύψω εκεί την πηγή των συναισθηματικών μου καθηλώσεων και σημερινών μου προβλημάτων. Το θέμα δεν βρίσκεται ακριβώς στο γιατί κάποια θέματα τα βρίσκω συνεχώς μπροστά μου, άλλωστε τέλειες καταστάσεις δεν υπάρχουν πουθενά. Βρίσκεται κυρίως στο γιατί δεν μπορώ να τα λύσω, δεν μπορώ να βρω άλλη θέση απέναντι σ’ αυτό που με προβληματίζει και να δώσω μια άλλη απάντηση.

Εδώ βρίσκεται όμως και το κλειδί της εξέλιξής μου: να απεμπλακώ ο ίδιος από αυτό που κάποτε με κράτησε δέσμιο εφόσον σαν παιδί δεν είχα τη δυνατότητα να το αντιμετωπίσω και να φερθώ σαν ενήλικας που με λογική και αποφασιστικότητα μπορεί πλέον να διαχειρίζεται πράγματα και καταστάσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Call Now Button