Φέτος το χειμώνα η Άννα έχει συνεχώς προβλήματα με το αναπνευστικό της. Βήχας που δε λέει να φύγει παρά τις αντιβιώσεις, τα σιρόπια και τα βότανα.
Όταν περιγράφει την κατάστασή της μιλάει για “κάτι που έχει κολλήσει στο λαιμό και το στέρνο”. Μήπως είναι όλα αυτά που δεν λέει, όλα όσα έχει κρατήσει μέσα της για πολλά χρόνια τώρα; Μήπως τα όρια που δεν θέτει; Η ερώτηση την κάνει σκεπτική, δεν της είχε περάσει από το νου πως ίσως να σωματοποιεί την ψυχολογική της δυσφορία.
Αν και λογικός και μορφωμένος άνθρωπος, που συνηθίζει όμως να σκέφτεται και να υπολογίζει πολύ τα συναισθήματα των άλλων, παραδέχεται πως από παιδί νοιαζόταν κυρίως για το πως θα είναι “καλά τα πράγματα στο σπίτι”, να μην υπάρχουν ρήξεις και συγκρούσεις. Με τον καιρό λοιπόν εκπαίδευε τον εαυτό της στο να αναλογίζεται όλους και όλα πλην ενός, τον εαυτό της. Θεωρούσε δε πως μόνο αν ήταν καλά οι υπόλοιποι θα ήταν καλά η ίδια. Έτσι έμαθε να ζει με τα υπόλοιπα … αντί των κυρίως. Παραβίαζε εν αγνοία της όλο και περισσότερα προσωπικά όρια του Εγώ της γιατί είχε την άποψη πως το να σκέφτεται κανείς τον εαυτό του είναι βαθιά εγωιστικό κι επομένως ανεπίτρεπτο για μια σχέση.
Σε μια υποσυνείδητη, ωστόσο πολύ καλά σκηνοθετημένη δραματουργία, παραμέρισε μεγάλα κομμάτια αυτοσεβασμού, αυταξίας, αυτοπεποίθησης και σχεδόν κάθε έννοια αυτογνωσίας. Όσα δηλαδή μπορεί να προσφέρει ένα καλά οριοθετημένο Εγώ. Εκτός από τα όνειρα. Αυτά της μιλούσαν πάντα αλλά ο σκηνοθέτης εαυτός δεν ήθελε να ακούει.
Έτσι έκανε παρέες και φιλίες με τις οποίες ένιωθε ότι οι άλλοι άξιζαν περισσότερο, είχαν κάνει περισσότερα και ποιοτικότερα πράγματα στη ζωή άρα εκείνοι είχαν μόνο δικαίωμα να προτείνουν που και πότε θα βρεθούν ακόμη και πόσο θα μείνουν. Η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της μάλλον βαρετό. Οι περισσότεροι απ’ όσους γνώριζε ήξεραν πάντα τι ήταν το καλύτερο για εκείνη.
Από τους γονείς, τους φίλους, τον σύζυγο ακόμη και από τα παιδιά της μάθαινε πόσο λάθος τα κάνει όλα και τρόπους να “διορθωθεί”.
Και η Άννα τα δεχόταν όλα αυτά γιατί στην αντίληψή της για την αγάπη, το οριοθετημένο “εγώ” δεν είχε θέση. Το δικό της, όχι όμως των άλλων.
Αυτή της η τοποθέτηση την έκανε, πίστευε, αξιαγάπητη. Ήταν αυτό που λέμε “καλό παιδί”, καλόβολο, καταδεκτικό χωρίς πολλές αντιρρήσεις. Βολική. Γλυκούλα. Κι ας έβλεπε γύρω της να γίνονται παράλογα πράγματα, να την χρησιμοποιούν, να της ανεβαίνουν στο σβέρκο. Α ναι βέβαια, έχει και αυχενικό η Άννα. Το απέκτησε στην πρώτη της εγκυμοσύνη, χρονικά κοντά στην ανακάλυψη της απάτης από τον σύζυγό της που φυσικά της εξήγησε πως ευθυνόταν η ίδια επειδή τον καταπίεζε πολύ και φυσικά εκείνη τον συγχώρησε επειδή τον αγαπάει και κατανόησε τα όρια της αντοχής του στην πίεση. Όχι τα δικά της. Εκείνη άλλωστε δεν είχε όρια.
Όταν δειλά και αραιά άρθρωνε λόγο διαφορετικό από τους “αγαπημένους” της δεχόταν έντονες αντιδράσεις και κυρίως χαρακτηρισμούς πως είναι ιδιότροπη, απαιτητική ή ακόμη και κακιά . Γι αυτό με τον καιρό έπαψε να εκφράζει την άποψή της, τόσο που δεν ήταν σίγουρη αν είχε κιόλας προσωπική άποψη. Από καλό κορίτσι έγινε ένας “πολύ καλός άνθρωπος”, αυτό που ονομάζουμε “politically correct”.
Μιλώντας για τους “αγαπημένους” της χρησιμοποιεί ευγενικούς χαρακτηρισμούς. Όλοι βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της κατανόησής της και τα ελαττώματά όπως και οι αδυναμίες τους ήταν ασήμαντα μπροστά στα προτερήματά τους. Μόνο εκείνη έχει σοβαρά ελαττώματα στο χαρακτήρα της.
Έχει φτιάξει λοιπόν ένα εξαιρετικά πετυχημένο κουκούλι ενοχών και ζει μέσα σ’ αυτό μην μπορώντας να πάρει ανάσα.
Καταπνίγει με συνέπεια κάθε εσωτερική φωνή που αντιδρά στην παράλογη λογοκρισία του περιβάλλοντος και ζητά αναγνώριση, αποκάλυψη και δικαίωση. Και πνίγεται από βήχα αλλά είναι ένας καλός άνθρωπος…